αποσκιά

αποσκιά

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αποσκιά" в других словарях:

  • Απόσκια — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 66 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κοντοβαζαίνης …   Dictionary of Greek

  • απόζερβος — η, ο Ι. 1. ανάζερβος, ζερβός, αριστερόχειρας 2. αδέξιος, ανεπιτήδειος 3. (για τόπο) δύσβατος («κι όλο τ απόσκια περπατεί, τ απόζερβα αγναντεύει») II. επίρρ. απόζερβα α) από τ αριστερό πλευρό β) αδέξια, δύσκολα …   Dictionary of Greek

  • απόσκιος — α, ο [σκιά] 1. αυτός που παρέχει σκιά ή βρίσκεται σε σκιά, ο σκιερός 2. το ουδ. ως ουσ. το απόσκιο ή τα απόσκια τόπος σκιερός …   Dictionary of Greek

  • μούχρωμα — το [μουχρώνω] σουρούπωμα, σύθάμπο, σούρουπο («το μούχρωμα ή σύθαμπο μέσα στ απόσκια δάση», Γρυπ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»